Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΠΙΧΛΙΜΠΙΔΗ

Εργασία του ΚΟΜΙΑΝΟΣ ΠΙΠΗΣ, komianos.wordpress.com

Ο ΜΠΙΧΛΙΜΠΙΔΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ

ΘΑΜΩΝΕΣ ΣΕ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΩ ΡΟΥΓΑΣ ΚΟΠΑΝΑΚΙΟΥ-ΘΕΜΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ-ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΣ-ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΝΟΥΣΑΚΗΣ-ΖΑΦΕΙΡΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ. Φωτογραφικό αρχείο ΚΟΜΙΑΝΟΣ ΠΙΠΗΣ

Τυχαία, όπως έπινα το καφεδάκι μου φτιαγμένο από τα χεράκια της κυρά Σπυρούλας Σοφού στο παραδοσιακό καφενεδάκι της στην πέρα ρούγα, άκουσα την παρακάτω ιστορία:  Ο Μπιχλιμπίδης ήταν από το χωριό  Σαρακινάδα της Ορεινής Τριφυλίας. Κατά την πληροφορίες του μπάρμπα Αποστόλη Παυλόπουλου είχε έρθει κυνηγημένος από τα χωριά της Ορεινής Μάνης γύρω στο 1885 με 1890, μπλεγμένος με γυναικοδουλειές και χαρτοπαιξία. Η Σπυρούλα Σοφού και ο Κώστα Μυλωνάς είχαν πληροφορίες από τον Κώτσο – Μακαρούνη πως το πραγματικό όνομα του Μπιχλιμπίδη ήταν Θανάσης Δημητρακόπουλος. Είχε πάρει γυναίκα από τα πίσω χωριά του Σελλά από το Καλογερέσι, και την γυναίκα του την έλεγαν Θανάσω. Γεννημένος ζωοκλέφτης, εκείνη την εποχή ήταν αντριλίκι και καμάρι να είσαι ζωοκλέφτης, είχαν ρημάξει αυτός και η συμμορία του τα μαντριά, τα κοτέτσια και τους στάβλους των κατοίκων της περιοχής. Οι νυκοκυραίοι τραβάγαν τα μαλιά τους έτσι και τους έβαζε στο μάτι η συμμορία του Μπιχλιμπίδη. Είχε ταβέρνα στην Πάνω Ρούγα του Κοπανακίου. Το ισώγειο το χρησιμοποιούσε για μαγειριό και ταβέρνα, δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν διασκεδάσει με κρέας «αζύγιστο» μέχρι πρωίας από αρνιά, κατσικάκια, κότες και ότι άλλο κλέφτικο. το πατάρι το χρησιμοποιούσε για χαρτοπαικτική λέσχη, και άμα δεν είχες να πληρώσεις… έπεφτε και το σχετικό «σοπάκι»… Έλεγε ο Παπά «Χαρμούλας» ότι: Άμα κτυπήσει η καμπάνα για να καλέσει σε αγρύπνια κανείς από όλους αυτούς δεν έρχεται στην εκκλησία… όταν όμως ο Σατανάς ο Μπιχλιμπίδης καλεί για χαρτοπαίχνιο, κάθονται εκεί μέχρι τις πρωϊνές ώρες χάνοντας το χρήμα και τον χρόνο τους. Η χαρτοπαιξία είναι παιχνίδι δαιμονικό, και αυτοί που έχουν τέτοιες λέσχες σατανάδες με… εκατόν πενήντα κέρατα εννοώντας τον Μπιχλιμπίδη . Μου έλεγε ο μπάρμπα Αποστόλης ότι εκείνη την εποχή είχε άλλους εφτά παρέα στη συμμορία, ο ένας ήταν από το Κάτω Κοπανάκι, το Λαπι, τον Μελιγαλά, ένας άλλος στο Δυράχι, ένας στην Σαρακινάδα και ένας στα Πλατάνια και άλλος ένας  στο Μπιζό. «Παιδάκια βλαστάρια», ένα και ένα, «μπουμπούκια» με όλη τη σημασία της λέξης. Η δουλειά τους όπως ήταν διασκορπισμένοι ήταν να εντοπίζουν, να παρακολουθούν και να ειδοποιούν τον Μπιχλιμπίδη, και έτσι αυτός σε συνεννόηση με τους άλλους, να κάνουν τις κλεψιές τους προγραμματισμένα.  Έτσι γινόταν η δουλειά, το βράδυ κλέβανε το κοπάδι ή ότι άλλο είχαν και τα  προγραμματίσει, και σε λίγες ώρες τα είχαν μεταφέρει από το Ριπεσαίϊκο ποτάμι περνώντας πάνω από την κορυφή στα μέρη της Ολυμπίας. Από κει και πέρα τα παραλαβαίνανε οι κλεπταποδόχοι  εξαφανίζανε. Η Χριστίνα η κόρη του Βασίλη – Κώτσου  είχε πει στην Σπυρούλα Σοφού πως η γυναίκα του η Θανάσω Μπιχλιμπίδαινα μην αντέχοντας άλλο τέτοια ζωή τον παράτησε μια μέρα και χωρίς να πάρει τίποτα μαζί της για να μην την υποψιαστεί ο άνδρας της, κίνησε με τα πόδια και από μονοπάτια που γνώριζε γύρισε στα γονικά της στο Καλογερέσι. Πολύ του κακοφάνει του Μπιχλιμπίδη, της μήνυσε να γυρίσει, έπιασε και τους γονείς της, όμως αυτή ήταν ανένδοτη στην απόφασή της. Οι κογιόνιδες άρχισαν να του ρίχνουν τις μπιχτές τους και να του ανάβουν τα αίματα, τέλος δεν βάστηξε, και για να αποδείξει το ανδριλίκι και την μαγκιά  του, κίνησε για το χωριό της γυναίκας του το Καλογερέσι. Σαν έφτασε στο πατρικό της σπίτι, στέκεται κάτω από τα παθύρια της και  φωνάζει της γυναίκας του: «Θανάσω! Ωρή Θανάσω!»… Ποιος είναι ρωτάει εκείνη από μέσα. «Ο άνδρας σου σου μιλάει μωρή!.. έβγα έξω!». Μόλις βγήκε η Θανάσω στο μπαλκόνι του σπιτιού της, χωρίς δεύτερη κουβέντα σηκώνει το τουφέκι και την αφήνει στον τόπο. Μετά από το φονικό βγήκε στο βουνό κυνηγημένος και επικυριγμένος. Εντολή στα αποσπάσματα των ευζώνων όπου τον πετύχουν να του ρίξουν στο δόξα πατρί χωρίς δισταγμό. Κατά πληροφορίες από τον μπάρμπα Ηλία Ηλιόπουλο από το Αρτίκι, ο Μπιχλιμπίδης ήταν γνωστό σε όλους ότι είχε μία σκυλίτσα μαύρη που τον ακολουθούσε όπου πήγαινε. Καλός κυνηγός κυνηγούσε κοτσύφια, τσίχλες, μπεκάτσες και ότι άλλο του βρισκόταν στο δρόμο. Άσε που δεν έβαζε «σύνορο» με φίλους, γνωστούς ή αγνώστους. Δεν είχε να κάνει, έκλεβε αδιακρίτως αδιαφορώντας αν το μάθενε ή όχι ο παθών. Μου έλεγε ο άνδρας μου ότι στο κάτω Δημοτικό Σχολείο πήγαινε και ο γιός του Μπιχλιμπιδη, ήταν ένα παιδί πολύ μαλιαρό και αν θυμάμαι καλά τον έλεγαν Αλέκο. Όμως δεν έζησε και πάρα πολύ, σε μικρή ηλικία πέθανε από μια πληγή που είχε μολυνθεί. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του παρ΄όλο που ήταν κυνηγημένος, παντρεύτηκε και με άλλη γυναίκα την Χριστίνα από το ένα χωριό της ορεινής Τριφυλίας, για λόγους ευαισθησίας δεν αναφέρουμε όνομα και χωριό. Κάποτε μου έλεγε ο πεθερός σου Σπύρο μου ο Γιώργη Κατσουλόγιαννης, σαν ήταν μικρό παιδί 10 –  12 χρονών περίπου, γύρω στο 1912 και φύλαγε τις γίδες στα «ποτόκια» του παρουσιάστηκε ξαφνικά ο Θανάσης Μπιχλιμπίδης. Άγριος στην όψη και αξύριστος με όλα τα άρματά του ζωσμένος. «Την ξέρεις την Χριστίνα την Μπιχλιμπίδαινα; » τον ρωτάει. «Πως δεν την ξέρω.» του απαντάει ο Γιώργης. «Θα πας να την βρεις και θα της πεις να μαγειρέψει  και να πάρει 2 κούτες τσιγάρα χύμα, και εγώ το βράδυ θα περάσω από το σπίτι. Αλλά πρόσεξε κακομοίρη μου μην το μαρτυρήσεις σε κανένα, ούτε και στους δικούς σου… γιατί έτσι και το μάθω θα σου κόψω τα

ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ Η ΤΑΒΕΡΝΑ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΠΑΙΧΤΙΚΗ ΛΕΣΧΗ ΤΟΥ ΜΠΙΧΛΙΜΠΙΔΗ ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΤΟΥ ΖΥΓΟΥΡΗ. Φωτογραφικό αρχείο ΚΟΜΙΑΝΟΣ ΠΙΠΗΣ. Άποψη από την κεντρική πλατεία Κοπανακίου.

«ΚΑΣΚΑΒΕΛΙΔΙΑ» καψερέ μου, και δεν θα σε θέλει καμιά κοπελιά!!!… Στην Κάτω Ρούγα τα σπίτια εκείνη την εποχή ήταν μετρημένα στα δάκτυλα. Πέντε με έξη σπίτια όλα και όλα, τα Ρηγαίϊκα, του Νίκο Ρήγα, του Κατσουλόγιαννη, του Αρίστου, του Μήτσο Κώτσου κ.α. Έδεσε λοιπόν τις γίδες και κίνησε να δώσει την παραγγελία στην Μπιχλιμπίδαινα. Όπως με πληροφόρησε ο μπάρμπα Λιας ο Ηλιόπουλος από ιστορίες των γωνιών του. Τον Θανάση τον σκοτώσανε οι εύζωνοι (οι χωροφύλακες εκείνης της εποχής) το 1927. Είχε πάει σε γνωστό του μάστορη μπαλωματή στο χωριό πλατάνια να του μπαλώσει τα τσαροούχια του. Επειδή όμως ήθελε πολύ ώρα για να τα μπαλώσει, τον προσκάλεσε η γυναίκα του μπαλωματή να ανέβει πάνω στο πατάρι  του μαγαζιού μην τον δει κανένα μάτι και τον προδώσει. Σαν ανέβηκε στο πατάρι, τον κέρασε, τον τάϊσε και τον άφησε να ξαποστάσει μέχρι να τελειώσει ο άνδρας της τις επισκευές. Σαν ξαπόστασε άνοιξε την πόρτα και βγήκε σε ένα μικρό μπαλκονάκι με σκαλίτσα για να κατεβή στο μαγαζί να φορέσει τα τσαρούχια και να πάρει τα μονοπάτια για το βουνό. Δυστυχώς όμως κάποιος περαστικός τον είδε και ειδοποίησε τα αποσπάσματα των ευζώνων. Το απόσπασμα πλησίασε με τρόπο και κύκλωσε την περιοχή. Με το που άνοιξε την πόρτα της βεραντούλας, πετάκτηκε έξω πρώτα το σκυλί μετά πρόβαλε στο κατώφλι και ο Μπιχλιμπίδης και έσκυψε να το χαϊδέψει, κάτι πήρε περίεργο με το πλάϊ του ματιού του όμως δεν πρόλαβε να αντιδράσει, με μια ομοβροντία τον άφησαν στον τόπο. Το μυρολόϊ της Μπιχλιμπίδαινας σαν της πήγανε το άψυχο κορμί του  άνδρα της ακουγόταν μέχρι πέρα στους Κοπανακαίϊκους Λόγγους όπως μου λέγαν. Τον έκλαιγε και τον μυρολογούσε με το παρακάτω στίχο, εκτός των άλλων: ΔΕΝ ΣΤΟ΄ΠΑ ΓΩ ΘΑΝΑΣΗ ΜΟΥ – ΑΝΔΡΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ – ΣΕ ΦΙΛΟΥ ΣΠΙΤΙ ΝΑ ΜΗΝ ΦΑΣ – ΜΗΤΕ ΝΑ ΣΕ ΦΙΛΕΨΟΥΝ – ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΦΙΔΙΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ – ΚΑΙ ΕΧΘΡΟΙ ΣΟΥ ΟΙ ΚΟΥΜΠΑΡΟΙ – ΚΙ΄ΑΝ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΞΕΙΣ ΘΑΝΟ ΜΟΥ – ΣΟΥ ΤΡΩΝΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ.

Ευχαριστώ τους Κώστα Μυλωνά, Αποστόλη Παυλόπουλο, Σπυρούλα Σοφού και τον μπάρμπα Λια Ηλιόπουλο, για την όμορφη ιστορία του Θανάση Δημητρόπουλου και κατά άλλους Θανάση Μπιχλιμπίδη, τον Θανάση Κάππο. Κάθε ενδιαφερόμενος ή γνώστης τέτοιων περιστατικών ή παραδόσεων είναι ευπρόσδεκτος να τον φιλοξενήσω στο Blog μου. Με εκτίμηση ΚΟΜΙΑΝΟΣ ΠΙΠΗΣ.
Εργασία : ΚΟΜΙΑΝΟΣ ΠΙΠΗΣ, komianos.wordpress.com

Σχολιάστε